-
1 φαιδρύνω
Aφαιδρύνεσκεν A.R.4.671
:—make bright, cleanse (coupled with ἀποπλύνειν καὶ διαπλύνειν by Poll.7.40),τινὰ λουτροῖσι φ. A.Ag. 1109
(lyr.); θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν gave me a bright form, says Helen, E.Hel. 678 (lyr.);φ. χρόα Call.Jov.32
; δέμας, εἵματα, A.R.3.1043, 4.671;στεφανοῦντα καὶ φαιδρύνοντα τὸν Ἑρμῆν καὶ τὴν Ἑκάτην Porph.Abst.2.16
;χεῖρας AP5.227
(Paul. Sil.);τῇ γλώττῃ τὸ πρόσωπον Ael.NA3.21
; [Ἥλιος] κοσμῶν καὶ φαιδρύνων Jul.Or.4.142a
:—[voice] Med., λουτρῷ χρόα φαιδρύνεσθαι to wash one's skin clean, Hes.Op. 753, cf. Mosch.2.31.II metaph., cheer, A.Ag. 1120:—[voice] Med.,τὸν ἑαυτοῦ βίον φαιδρύνασθαι Pl.Lg. 718b
:—[voice] Pass., beam or brighten up with joy, X.Cyr.5.5.37; ἐπί τινι at a thing, Callistr.Stat.9;τὼ ὀφθαλμώ Poll.6.199
.III [voice] Pass., become more glaring, of a fever,ἀεὶ μᾶλλον ἐφαιδρύνετο Gal.14.653
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαιδρύνω
См. также в других словарях:
φαιδρύνω — ΝΑ [φαιδρός] καθιστώ κάποιον ή κάτι φαιδρό, χαροποιώ, ευφραίνω («οὔ με φαιδρύνει λόγος», Αισχύλ.) νεοελλ. προκαλώ φαιδρότητα, θυμηδία αρχ. 1. καθαρίζω κάτι και τό κάνω να λάμπει («θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν», Ευρ.) 2. παθ. φαιδρύνομαι γίνομαι… … Dictionary of Greek